φανατικός

φανατικός
-ή και -ιά, -ό, Ν
1. αυτός που διακατέχεται από φανατισμό
2. (κατ' επέκτ.) τυφλά, αλόγιστα εμπαθής, αδιάλλακτος («είναι πολύ φανατικός σε ό,τι υποστηρίζει»).
επίρρ...
φανατικώς και φανατικά Ν
με φανατικό τρόπο, με φανατισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη το επίθ. προέρχεται από το λατ. fanaticus «αυτός που συχνάζει στον ναό, θεόληπτος» (< fanum «ναός»), ενώ κατ' άλλους η λ. πέρασε στην ελλ. μέσω τού γαλλ. fanatique (< λατ. fanaticus). Το επίθ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φανατικός — ή, ό επίρρ. ά (λ. λατ.), αυτός που εμπνέεται ή παραφέρεται από φανατισμό (βλ. λ.), ο αφοσιωμένος τυφλά και με πάθος σε κάτι, αυτός που ενεργεί ή γίνεται με πάθος, άσπονδος, αδιάλλαχτος: Φανατικός φασίστας. – Φανατικός ζήλος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… …   Dictionary of Greek

  • Χομεϊνί, Σεντ Ρουχολάχ — (Αγιατολλάχ Xoμεϊνί, 1902 – 1989). Ανώτατος σιίτης κληρικός, αρχηγός της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν (1979 89). Γεννήθηκε στην πόλη Xoμέιν του Ιράν. Σπούδασε στις ιερατικές σχολές των πόλεων Κομ και Αράκ. Ασχολήθηκε με φιλοσοφικές και… …   Dictionary of Greek

  • Manolis Anagnostakis — (Salónica, 10 de marzo de 1925 – Atenas, 23 de junio de 2005) fue un poeta griego y crítico en la vanguardia de los movimientos poéticos marxista y existencialista que surgieron durante la Guerra civil griega a finales de los años 1940.… …   Wikipedia Español

  • άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… …   Dictionary of Greek

  • βάφω — και βάφτω (AM βάπτω) 1. εμβαπτίζω, βυθίζω κάτι σε νερό ή άλλο υγρό (α. «έβαψα το ψωμί μου στο λάδι» β. «βάπτω εἰς ὕδωρ» γ.»βάπτω τἄρια θερμῷ» βυθίζω τα μαλλιά σε ζεστό νερό) 2. (για σιδερένιο ή άλλα εργαλείο) σκληρύνω, στομώνω («βάφω το σκεπάρνι» …   Dictionary of Greek

  • βαμμένος — η, ο (μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. βάφω) 1. αυτός που βάφτηκε, χρωματισμένος 2. φανατικός 3. εκδικητικός …   Dictionary of Greek

  • βασιλοφάγος — ο 1. αυτός που «έφαγε», δηλ. σκότωσε ή εκθρόνισε βασιλιά 2. φανατικός πολέμιος του βασιλικού θεσμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < βασιλεύς + φάγος < (θ.) φαγ , έφαγον (αόρ. β του εσθίω.) Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • θεατρόσκοπος — θεατρόσκοπος, ό (Α) φανατικός θαμώνας τού θεάτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεατρο + σκοπος (< σκοπώ), πρβλ. κατά σκοπος. οιωνο σκόπος] …   Dictionary of Greek

  • θεόφιλος — I (4ος αι. π.Χ.). Ποιητής της Μέσης κωμωδίας. Διασώθηκαν οι τίτλοι οκτώ κωμωδιών του: Ιατρός, Παγκράτεια, Βοιωτία, Νεοπτόλεμος, Επιδαύριος, Προιτίδες, Απόδημος και Φίλαυλος. Ο προτελευταίος και τελευταίος τίτλος αναφέρονται, αντίστοιχα, στα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”